Translation meaning & definition of the word "absurdly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανίατα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Absurdly
[Παράλογα]/əbsərdli/
adverb
1. In an absurd manner or to an absurd degree
- "An absurdly rich young woman"
- synonym:
- absurdly
1. Με παράλογο τρόπο ή σε παράλογο βαθμό
- "Μια παράλογα πλούσια νεαρή γυναίκα"
- συνώνυμο:
- παράλογα
Examples of using
People who count their chickens before they are hatched act very wisely because chickens run about so absurdly that it's impossible to count them accurately.
Οι άνθρωποι που μετρούν τα κοτόπουλά τους πριν εκκολαφθούν δρουν πολύ σοφά επειδή τα κοτόπουλα τρέχουν τόσο παράλογα ώστε είναι αδύνα.