Translation meaning & definition of the word "absurdity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απουσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Absurdity
[Παραλογισμόσ]/əbsərdəti/
noun
1. A message whose content is at variance with reason
- synonym:
- absurdity ,
- absurdness ,
- ridiculousness
1. Ένα μήνυμα του οποίου το περιεχόμενο είναι διαφορετικό με τη λογική
- συνώνυμο:
- παραλογισμόσ ,
- γελοιότητα
2. A ludicrous folly
- "The crowd laughed at the absurdity of the clown's behavior"
- synonym:
- absurdity ,
- fatuity ,
- fatuousness ,
- silliness
2. Μια γελοία τρέλα
- "Το πλήθος γέλασε με τον παραλογισμό της συμπεριφοράς του κλόουν"
- συνώνυμο:
- παραλογισμόσ ,
- παχύτητα ,
- παχυσαρκία ,
- ανοησία