Translation meaning & definition of the word "abstraction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
Abstraction
[Αφαίρεση]noun
1. A concept or idea not associated with any specific instance
- "He loved her only in the abstract--not in person"
- synonym:
- abstraction ,
- abstract
1. Μια έννοια ή μια ιδέα που δεν σχετίζεται με καμία συγκεκριμένη περίπτωση
- "Την αγαπούσε μόνο στην αφηρημένη-όχι προσωπικά"
- συνώνυμο:
- αφαίρεση ,
- αφηρημένοσ
2. The act of withdrawing or removing something
- synonym:
- abstraction
2. Η πράξη της απόσυρσης ή της αφαίρεσης κάτι
- συνώνυμο:
- αφαίρεση
3. The process of formulating general concepts by abstracting common properties of instances
- synonym:
- abstraction ,
- generalization ,
- generalisation
3. Η διαδικασία διαμόρφωσης γενικών εννοιών με την αφαίρεση κοινών ιδιοτήτων των περιπτώσεων
- συνώνυμο:
- αφαίρεση ,
- γενίκευση
4. An abstract painting
- synonym:
- abstraction
4. Ένας αφηρημένος πίνακας
- συνώνυμο:
- αφαίρεση
5. Preoccupation with something to the exclusion of all else
- synonym:
- abstractedness ,
- abstraction
5. Ενασχόληση με κάτι για τον αποκλεισμό όλων των άλλων
- συνώνυμο:
- αφηρημένο ,
- αφαίρεση
6. A general concept formed by extracting common features from specific examples
- synonym:
- abstraction ,
- abstract entity
6. Μια γενική έννοια που σχηματίζεται με την εξαγωγή κοινών χαρακτηριστικών από συγκεκριμένα παραδείγματα
- συνώνυμο:
- αφαίρεση ,
- αφηρημένη οντότητα