Translation meaning & definition of the word "abstracted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαιρείται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abstracted
[Αφαιρείται]/æbstræktɪd/
adjective
1. Lost in thought
- Showing preoccupation
- "An absent stare"
- "An absentminded professor"
- "The scatty glancing quality of a hyperactive but unfocused intelligence"
- synonym:
- absent ,
- absentminded ,
- abstracted ,
- scatty
1. Χαμένος στη σκέψη
- Επίδειξη ενδιαφέροντος
- "Ένα απών βλέμμα"
- "Ένας απόντας καθηγητής"
- "Η ποιότητα της υπερδραστήριας αλλά μη εστιασμένης νοημοσύνης"
- συνώνυμο:
- απουσία ,
- απόντεσ ,
- αφηρημένο ,
- απάτη
Examples of using
A sudden noise abstracted their attention from the game.
Ένας ξαφνικός θόρυβος αφαίρεσε την προσοχή τους από το παιχνίδι.