Translation meaning & definition of the word "absolutist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απολυταρχικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Absolutist
[Απολυταρχικόσ]/æbsəlutɪst/
noun
1. One who advocates absolutism
- synonym:
- absolutist
1. Αυτός που υποστηρίζει τον απολυταρχισμό
- συνώνυμο:
- απολυταρχικόσ
adjective
1. Pertaining to the principle of totalitarianism
- synonym:
- absolutist ,
- absolutistic
1. Αφορά την αρχή του ολοκληρωτισμού
- συνώνυμο:
- απολυταρχικόσ