Translation meaning & definition of the word "absolute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόλυτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Absolute
[Απόλυτος]/æbsəlut/
noun
1. Something that is conceived or that exists independently and not in relation to other things
- Something that does not depend on anything else and is beyond human control
- Something that is not relative
- "No mortal being can influence the absolute"
- synonym:
- absolute
1. Κάτι που σχεδιάζεται ή υπάρχει ανεξάρτητα και όχι σε σχέση με άλλα πράγματα
- Κάτι που δεν εξαρτάται από τίποτα άλλο και είναι πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο
- Κάτι που δεν είναι σχετικό
- "Κανένας θνητός δεν μπορεί να επηρεάσει το απόλυτο"
- συνώνυμο:
- απόλυτος
adjective
1. Perfect or complete or pure
- "Absolute loyalty"
- "Absolute silence"
- "Absolute truth"
- "Absolute alcohol"
- synonym:
- absolute
1. Τέλεια ή πλήρης ή καθαρός
- "Απόλυτη πίστη"
- "Απόλυτη σιωπή"
- "Απόλυτη αλήθεια"
- "Απόλυτο αλκοόλ"
- συνώνυμο:
- απόλυτος
2. Complete and without restriction or qualification
- Sometimes used informally as intensifiers
- "Absolute freedom"
- "An absolute dimwit"
- "A downright lie"
- "Out-and-out mayhem"
- "An out-and-out lie"
- "A rank outsider"
- "Many right-down vices"
- "Got the job through sheer persistence"
- "Sheer stupidity"
- synonym:
- absolute ,
- downright ,
- out-and-out(a) ,
- rank(a) ,
- right-down ,
- sheer(a)
2. Πλήρης και χωρίς περιορισμούς ή προσόντα
- Μερικές φορές χρησιμοποιείται ανεπίσημα ως ενισχυτές
- "Απόλυτη ελευθερία"
- "Ένα απόλυτο αμυδρό"
- "Εντελώς ψέμα"
- "Εξωτερικό χάος"
- "Ένα ψέμα εκτός δρόμου"
- "Ένας ξένος"
- "Πολλές δεξιές κακίες"
- "Ξεχνάτε τη δουλειά μέσα από την απόλυτη επιμονή"
- "Αυτή η βλακεία"
- συνώνυμο:
- απόλυτος ,
- εντελώς ,
- εξω-και-ουτ(-) ,
- βασι(α ,
- δεξιά προς τα κάτω ,
- φαρυ(
3. Not limited by law
- "An absolute monarch"
- synonym:
- absolute
3. Δεν περιορίζεται από το νόμο
- "Απόλυτος μονάρχης"
- συνώνυμο:
- απόλυτος
4. Expressing finality with no implication of possible change
- "An absolute guarantee to respect the nation's authority"
- synonym:
- absolute
4. Εκφράζοντας την τελικότητα χωρίς να επηρεάζεται η πιθανή αλλαγή
- "Μια απόλυτη εγγύηση για το σεβασμό της εξουσίας του έθνους"
- συνώνυμο:
- απόλυτος
5. Not capable of being violated or infringed
- "Infrangible human rights"
- synonym:
- absolute ,
- infrangible ,
- inviolable
5. Δεν είναι σε θέση να παραβιαστεί ή να παραβιαστεί
- "Άυλα ανθρώπινα δικαιώματα"
- συνώνυμο:
- απόλυτος ,
- άυλοσ ,
- απαραβίαστοσ
Examples of using
Absolute power corrupts absolutely.
Η απόλυτη δύναμη διαφθείρει απόλυτα.
That is the absolute truth!
Αυτή είναι η απόλυτη αλήθεια!
He is an absolute monarch.
Είναι απόλυτος μονάρχης.