Translation meaning & definition of the word "absent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απώλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Absent
[Απών]/æbsənt/
verb
1. Go away or leave
- "He absented himself"
- synonym:
- absent ,
- remove
1. Φύγε ή φύγε
- "Απαλλάσσει τον εαυτό του"
- συνώνυμο:
- απουσία ,
- αφαιρώ
adjective
1. Not being in a specified place
- synonym:
- absent
1. Δεν βρίσκεται σε συγκεκριμένο μέρος
- συνώνυμο:
- απουσία
2. Nonexistent
- "The thumb is absent"
- "Her appetite was lacking"
- synonym:
- lacking ,
- absent ,
- missing ,
- wanting
2. Ανύπαρκτοσ
- "Ο αντίχειρας απουσιάζει"
- "Λείπει η όρεξή της"
- συνώνυμο:
- λείπει ,
- απουσία ,
- θέλω
3. Lost in thought
- Showing preoccupation
- "An absent stare"
- "An absentminded professor"
- "The scatty glancing quality of a hyperactive but unfocused intelligence"
- synonym:
- absent ,
- absentminded ,
- abstracted ,
- scatty
3. Χαμένος στη σκέψη
- Επίδειξη ενδιαφέροντος
- "Ένα απών βλέμμα"
- "Ένας απόντας καθηγητής"
- "Η ποιότητα της υπερδραστήριας αλλά μη εστιασμένης νοημοσύνης"
- συνώνυμο:
- απουσία ,
- απόντεσ ,
- αφηρημένο ,
- απάτη
Examples of using
She's been absent from school for five days.
Απουσιάζει από το σχολείο για πέντε ημέρες.
She's absent because she's sick.
Απουσιάζει επειδή είναι άρρωστη.
Is it true that you were absent yesterday?
Είναι αλήθεια ότι απουσιάζατε χθες?