Translation meaning & definition of the word "abruptly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απότομα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abruptly
[Απότομα]/əbrəptli/
adverb
1. Quickly and without warning
- "He stopped suddenly"
- synonym:
- abruptly ,
- suddenly ,
- short ,
- dead
1. Γρήγορα και χωρίς προειδοποίηση
- "Σταμάτησε ξαφνικά"
- συνώνυμο:
- απότομα ,
- ξαφνικά ,
- σύντομος ,
- νεκρός
Examples of using
He backed abruptly away.
Υποχώρησε απότομα.
The car turned abruptly.
Το αυτοκίνητο γύρισε απότομα.