Translation meaning & definition of the word "abridge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γέφυρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abridge
[Άβριτζ]/əbrɪʤ/
verb
1. Reduce in scope while retaining essential elements
- "The manuscript must be shortened"
- synonym:
- abridge ,
- foreshorten ,
- abbreviate ,
- shorten ,
- cut ,
- contract ,
- reduce
1. Μειώστε το πεδίο εφαρμογής διατηρώντας παράλληλα τα βασικά στοιχεία
- "Το χειρόγραφο πρέπει να συντομευθεί"
- συνώνυμο:
- άβριτζ ,
- προσβάλλω ,
- συντομεύω ,
- κόβω ,
- σύμβαση ,
- μειώνω
2. Lessen, diminish, or curtail
- "The new law might abridge our freedom of expression"
- synonym:
- abridge
2. Μειώστε, μειώστε ή περιορίστε
- "Ο νέος νόμος θα μπορούσε να αποτρέψει την ελευθερία της έκφρασής μας"
- συνώνυμο:
- άβριτζ