Translation meaning & definition of the word "abreast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αβρασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abreast
[Αποτροπή]/əbrɛst/
adjective
1. Being up to particular standard or level especially in being up to date in knowledge
- "Kept abreast of the latest developments"
- "Constant revision keeps the book au courant"
- "Always au fait on the latest events"
- "Up on the news"
- synonym:
- abreast(p) ,
- au courant ,
- au fait ,
- up on(p)
1. Να είναι μέχρι συγκεκριμένο πρότυπο ή επίπεδο, ειδικά στην ενημέρωση της γνώσης
- "Παρακολούθηση των τελευταίων εξελίξεων"
- "Η συνεχής αναθεώρηση κρατά το βιβλίο φιλικό"
- "Πάντα στα τελευταία γεγονότα"
- "Επάνω στις ειδήσεις"
- συνώνυμο:
- αβρααστ() ,
- επιθετικός ,
- πολιτικός ,
- επάνω στο ()
adverb
1. Alongside each other, facing in the same direction
- synonym:
- abreast
1. Παράλληλα, αντιμετωπίζοντας ο ένας τον άλλον προς την ίδια κατεύθυνση
- συνώνυμο:
- αμπρεάστ
Examples of using
The schoolboys marched four abreast.
Οι μαθητές βάδισαν τέσσερις από την ημέρα.
Doctors should keep abreast with all the latest developments in medicine.
Οι γιατροί θα πρέπει να είναι ενήμεροι για όλες τις τελευταίες εξελίξεις στην ιατρική.