Translation meaning & definition of the word "abound" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abound
[Αφθονώ]/əbaʊnd/
verb
1. Be abundant or plentiful
- Exist in large quantities
- synonym:
- abound
1. Να είστε άφθονοι ή άφθονοι
- Υπάρχουν σε μεγάλες ποσότητες
- συνώνυμο:
- αφθονώ
2. Be in a state of movement or action
- "The room abounded with screaming children"
- "The garden bristled with toddlers"
- synonym:
- abound ,
- burst ,
- bristle
2. Να είστε σε κατάσταση κίνησης ή δράσης
- "Το δωμάτιο αφθονούσε με φωνάζοντας παιδιά"
- "Ο κήπος γεμάτος με μικρά παιδιά"
- συνώνυμο:
- αφθονώ ,
- έκρηξη ,
- τρίχα
Examples of using
Birds abound in the woods.
Τα πουλιά αφθονούν στο δάσος.