Translation meaning & definition of the word "abolitionist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποβολικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abolitionist
[Καταργήσεωσ]/æbəlɪʃənəst/
noun
1. A reformer who favors abolishing slavery
- synonym:
- abolitionist ,
- emancipationist
1. Ένας μεταρρυθμιστής που ευνοεί την κατάργηση της δουλείας
- συνώνυμο:
- κατάργησησ ,
- χειραφέτηση