Translation meaning & definition of the word "abolish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταστροφικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abolish
[Καταργήσει]/əbɑlɪʃ/
verb
1. Do away with
- "Slavery was abolished in the mid-19th century in america and in russia"
- synonym:
- abolish ,
- get rid of
1. Απομακρύνομαι από
- "Η δουλειά καταργήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στην αμερική και στη ρωσία"
- συνώνυμο:
- καταργώ ,
- ξεφορτώνομαι
Examples of using
They decided to abolish the old restriction.
Αποφάσισαν να καταργήσουν τον παλιό περιορισμό.
We have to abolish all nuclear weapons, because they are deadly to mankind.
Πρέπει να καταργήσουμε όλα τα πυρηνικά όπλα, επειδή είναι θανατηφόρα για την ανθρωπότητα.