Translation meaning & definition of the word "abode" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάλογος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abode
[Κατοικία]/əboʊd/
noun
1. Any address at which you dwell more than temporarily
- "A person can have several residences"
- synonym:
- residence ,
- abode
1. Οποιαδήποτε διεύθυνση στην οποία κατοικείτε περισσότερο από προσωρινά
- "Ένα άτομο μπορεί να έχει πολλές κατοικίες"
- συνώνυμο:
- κατοικία
2. Housing that someone is living in
- "He built a modest dwelling near the pond"
- "They raise money to provide homes for the homeless"
- synonym:
- dwelling ,
- home ,
- domicile ,
- abode ,
- habitation ,
- dwelling house
2. Στέγαση στην οποία ζει κάποιος
- "Έχτισε μια μέτρια κατοικία κοντά στη λίμνη"
- "Συγκεντρώνουν χρήματα για να παρέχουν σπίτια στους άστεγους"
- συνώνυμο:
- κατοικία ,
- σπίτι ,
- κατοίκηση
Examples of using
Gladly pass the souls of the righteous to the golden seat of Ahura Mazda, to the golden seat of the Amesha-Spentas, to the Garô-nmânem, the abode of Ahura Mazda, the abode of the Amesha-Spentas, the abode of all the other holy beings.
Χαρούμενα περνούν οι ψυχές των δικαίων στη χρυσή έδρα του Αχούρα Μάζντα, στη χρυσή έδρα των Αμεσά-Σπέντα, στο Γκαρ-νμνέμ, την κατοικία του Αχούρα Μάζντα, η κατοικία του Αμεσά-Σπέντα, η κατοικία όλων των άλλων αγίων όντων.