Translation meaning & definition of the word "aboard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνοδεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aboard
[Επιβαίνων]/əbɔrd/
adverb
1. On a ship, train, plane or other vehicle
- synonym:
- aboard ,
- on board
1. Σε πλοίο, τρένο, αεροπλάνο ή άλλο όχημα
- συνώνυμο:
- επιβαίνων ,
- επί του σκάφους
2. On first or second or third base
- "Their second homer with bob allison aboard"
- synonym:
- aboard ,
- on base
2. Στην πρώτη ή δεύτερη ή τρίτη βάση
- "Ο δεύτερος όμηρος τους με τον μπομπ άλισον στο πλοίο"
- συνώνυμο:
- επιβαίνων ,
- στη βάση
3. Side by side
- "Anchored close aboard another ship"
- synonym:
- aboard ,
- alongside
3. Πλάι-πλάι
- "Αγκυροβολημένος από κοντά σε άλλο πλοίο"
- συνώνυμο:
- επιβαίνων ,
- παράλληλα
4. Part of a group
- "Bill's been aboard for three years now"
- synonym:
- aboard
4. Μέρος μιας ομάδας
- "Θα είναι επί τρία χρόνια"
- συνώνυμο:
- επιβαίνων
Examples of using
Is Tom aboard that ship?
Είναι ο Τομ πάνω σε αυτό το πλοίο?
We went aboard the plane.
Πήγαμε στο αεροπλάνο.
I slept aboard the ship.
Κοιμήθηκα στο πλοίο.