Translation meaning & definition of the word "abiding" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "τηρώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abiding
[Τηρώντας]/əbaɪdɪŋ/
adjective
1. Unceasing
- "An abiding belief"
- "Imperishable truths"
- synonym:
- abiding ,
- enduring ,
- imperishable
1. Ακατάπαυστοσ
- "Μια διαρκής πεποίθηση"
- "Αφθαρτες αληθειες"
- συνώνυμο:
- τηρώντας ,
- αντέχοντας ,
- άφθαρτο