Translation meaning & definition of the word "abdicate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναφέρετε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abdicate
[Παραιτούμαι]/æbdəket/
verb
1. Give up, such as power, as of monarchs and emperors, or duties and obligations
- "The king abdicated when he married a divorcee"
- synonym:
- abdicate ,
- renounce
1. Παραιτηθείτε, όπως η εξουσία, όπως οι μονάρχες και οι αυτοκράτορες, ή τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις
- "Ο βασιλιάς παραιτήθηκε όταν παντρεύτηκε έναν διαζευγμένο"
- συνώνυμο:
- παραιτηθεί ,
- αποκηρύσσω