Translation meaning & definition of the word "abbey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αβαείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abbey
[Αββαείο]/æbi/
noun
1. A church associated with a monastery or convent
- synonym:
- abbey
1. Μια εκκλησία που συνδέεται με ένα μοναστήρι ή μοναστήρι
- συνώνυμο:
- αββαείο
2. A convent ruled by an abbess
- synonym:
- abbey
2. Ένα μοναστήρι που κυβερνάται από μια ηγουμένη
- συνώνυμο:
- αββαείο
3. A monastery ruled by an abbot
- synonym:
- abbey
3. Ένα μοναστήρι που κυβερνάται από έναν ηγούμενο
- συνώνυμο:
- αββαείο
Examples of using
For many years, the abbey was turned into a fortress, happily joining in itself martial and religious architecture.
Για πολλά χρόνια, η μονή μετατράπηκε σε φρούριο, ενώνοντας ευτυχώς από μόνη της την πολεμική και θρησκευτική αρχιτεκτονική.