Translation meaning & definition of the word "abate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαθητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abate
[Μειώνω]/əbet/
verb
1. Make less active or intense
- synonym:
- slake ,
- abate ,
- slack
1. Κάντε λιγότερο ενεργό ή έντονο
- συνώνυμο:
- λάσπη ,
- υποχωρώ ,
- χαλαρός
2. Become less in amount or intensity
- "The storm abated"
- "The rain let up after a few hours"
- synonym:
- abate ,
- let up ,
- slack off ,
- slack ,
- die away
2. Γίνετε λιγότερο σε ποσότητα ή ένταση
- "Η καταιγίδα υποχώρησε"
- "Η βροχή ανατράπηκε μετά από λίγες ώρες"
- συνώνυμο:
- υποχωρώ ,
- αφήνω ,
- αποσυνδέω ,
- χαλαρός ,
- πεθαίνω