Translation meaning & definition of the word "abashed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλυμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abashed
[Αποτυγχάνω]/əbæʃt/
adjective
1. Feeling or caused to feel uneasy and self-conscious
- "Felt abashed at the extravagant praise"
- "Chagrined at the poor sales of his book"
- "Was embarrassed by her child's tantrums"
- synonym:
- abashed ,
- chagrined ,
- embarrassed
1. Αίσθημα ή προκαλείται για να αισθάνονται άβολα και αυτοσυνείδητα
- "Αισθάνθηκε απογοητευμένος από τον υπερβολικό έπαινο"
- "Φανταστείτε τις κακές πωλήσεις του βιβλίου του"
- "Ντρέπονταν για τα ξεσπάσματα του παιδιού της"
- συνώνυμο:
- αποσυντίθεται ,
- τσαγκρισμένοσ ,
- ντροπή