Translation meaning & definition of the word "abandonment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκατάλειψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abandonment
[Εγκατάλειψη]/əbændənmənt/
noun
1. The act of giving something up
- synonym:
- abandonment ,
- forsaking ,
- desertion
1. Η πράξη του να παραιτηθεί κάτι
- συνώνυμο:
- εγκατάλειψη ,
- λιποταξία
2. Withdrawing support or help despite allegiance or responsibility
- "His abandonment of his wife and children left them penniless"
- synonym:
- desertion ,
- abandonment ,
- defection
2. Απόσυρση υποστήριξης ή βοήθειας παρά την πίστη ή την ευθύνη
- "Η εγκατάλειψη της συζύγου και των παιδιών του τους άφησε άτονους"
- συνώνυμο:
- λιποταξία ,
- εγκατάλειψη ,
- αποπροσανατολισμό
3. The voluntary surrender of property (or a right to property) without attempting to reclaim it or give it away
- synonym:
- abandonment
3. Η εθελοντική παράδοση της περιουσίας (ή δικαίωμα στην ιδιοκτησία) χωρίς να προσπαθεί να την ανακτήσει ή να την αποποιηθεί
- συνώνυμο:
- εγκατάλειψη