Translation meaning & definition of the word "abandoned" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκαταλελειμμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abandoned
[Εγκαταλελειμμένο]/əbændənd/
adjective
1. Forsaken by owner or inhabitants
- "Weed-grown yard of an abandoned farmhouse"
- synonym:
- abandoned ,
- derelict ,
- deserted
1. Εγκαταλείφθηκε από ιδιοκτήτη ή κατοίκους
- "Φυτική αυλή μιας εγκαταλελειμμένης αγροικίας"
- συνώνυμο:
- εγκαταλελειμμένος ,
- εγκαταλείπω ,
- έρημος
2. Free from constraint
- "An abandoned sadness born of grief"- liam o'flaherty
- synonym:
- abandoned
2. Απαλλαγμένος από τον περιορισμό
- "Μια εγκαταλελειμμένη θλίψη που γεννήθηκε από τη θλίψη" - λίαμ ο' φλάερτι
- συνώνυμο:
- εγκαταλελειμμένος
Examples of using
I picked up an abandoned dog.
Πήρα ένα εγκαταλελειμμένο σκυλί.
The father abandoned us.
Ο πατέρας μας εγκατέλειψε.
She abandoned her child.
Εγκατέλειψε το παιδί της.