Translation meaning & definition of the word "abandon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκατάλειψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abandon
[Άβαντον]/əbændən/
noun
1. The trait of lacking restraint or control
- Reckless freedom from inhibition or worry
- "She danced with abandon"
- synonym:
- abandon ,
- wantonness ,
- unconstraint
1. Το χαρακτηριστικό της έλλειψης συγκράτησης ή ελέγχου
- Απερίσκεπτη ελευθερία από την αναστολή ή την ανησυχία
- "Χορεύει με εγκατάλειψη"
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω ,
- αναζητήσ ,
- αποσυγκράτητοσ
2. A feeling of extreme emotional intensity
- "The wildness of his anger"
- synonym:
- wildness ,
- abandon
2. Αίσθηση ακραίας συναισθηματικής έντασης
- "Η αγριότητα του θυμού του"
- συνώνυμο:
- αγριότητα ,
- εγκαταλείπω
verb
1. Forsake, leave behind
- "We abandoned the old car in the empty parking lot"
- synonym:
- abandon
1. Φύγε, άσε πίσω
- "Εγκαταλείψαμε το παλιό αυτοκίνητο στον άδειο χώρο στάθμευσης"
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω
2. Give up with the intent of never claiming again
- "Abandon your life to god"
- "She gave up her children to her ex-husband when she moved to tahiti"
- "We gave the drowning victim up for dead"
- synonym:
- abandon ,
- give up
2. Παραιτηθείτε από την πρόθεση να μην αξιώσετε ποτέ ξανά
- "Στρατιώτες τη ζωή σας στον θεό"
- "Εγκατέλειψε τα παιδιά της στον πρώην σύζυγό της όταν μετακόμισε στην ταϊτή"
- "Δώσαμε το θύμα πνιγμού για τους νεκρούς"
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω
3. Leave behind empty
- Move out of
- "You must vacate your office by tonight"
- synonym:
- vacate ,
- empty ,
- abandon
3. Αφήστε πίσω σας άδειο
- Απομακρύνομαι
- "Πρέπει να εγκαταλείψετε το γραφείο σας μέχρι απόψε"
- συνώνυμο:
- εκκενώνω ,
- άδειος ,
- εγκαταλείπω
4. Stop maintaining or insisting on
- Of ideas or claims
- "He abandoned the thought of asking for her hand in marriage"
- "Both sides have to give up some claims in these negotiations"
- synonym:
- abandon ,
- give up
4. Σταματήστε να διατηρείτε ή να επιμένετε
- Ιδέες ή αξιώσεις
- "Εγκατέλειψε τη σκέψη να ζητήσει το χέρι της στο γάμο"
- "Και οι δύο πλευρές πρέπει να εγκαταλείψουν ορισμένες αξιώσεις σε αυτές τις διαπραγματεύσεις"
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω
5. Leave someone who needs or counts on you
- Leave in the lurch
- "The mother deserted her children"
- synonym:
- abandon ,
- forsake ,
- desolate ,
- desert
5. Αφήστε κάποιον που χρειάζεται ή υπολογίζει σε εσάς
- Αφήστε το στην εκκλησία
- "Η μητέρα εγκατέλειψε τα παιδιά της"
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω ,
- απολέπιση ,
- έρημος
Examples of using
I promise you that I'll never abandon you.
Σου υπόσχομαι ότι δεν θα σε εγκαταλείψω ποτέ.
The captain gave the order to abandon the ship.
Ο καπετάνιος έδωσε εντολή να εγκαταλείψει το πλοίο.
We must abandon ship.
Πρέπει να εγκαταλείψουμε το πλοίο.